Η μαρτυρία της Άννας 26 ετών που υποβλήθηκε σε άμβλωση:
«Ιανουάριος 2008, δέκα η ώρα το πρωί, δίνω το χαρτί που μου έχει δώσει ο γυναικολόγος μου στη γραμματεία μεγάλου ιδιωτικού μαιευτηρίου.
«Τι ακριβώς θα κάνετε;» με ρωτάει η κοπέλα. «Ό,τι γράφει το χαρτί» της απαντώ. Κατάλαβε και δεν ρώτησε περισσότερα. «Θα ανεβείτε στον πέμπτο όροφο και θα περιμένετε στο σαλόνι» μου λέει. Μπαίνω στο ασανσέρ, η ψυχολογία μου χάλια. Φτάνω στο σαλονάκι , όπου περιμένουν περίπου τριάντα γυναίκες. Νόμιζα ότι θα ήμουν μόνη μου και θα έβλεπα κατευθείαν το γιατρό μου. Μετά από τρία τέταρτα έρχεται μια νοσοκόμα. Αρχίζει να φωνάζει ονόματα. Όνομα και επίθετο. Κοκκινίζω ολόκληρη! Να φωνάζει μέσα στον κόσμο το όνομα του καθενός; Εγώ δεν θέλω να με ξέρει ούτε η μάνα μου εκεί μέσα. Χώνομαι γρήγορα σε ένα τεράστιο ασανσέρ που σταματάει στο υπόγειο. Κάτω από τη γη, χωρίς παράθυρα, χωρίς οπτική επαφή με τον έξω κόσμο. Περνάμε σε ένα άλλο «σαλονάκι». Ένα δωμάτιο κλειστοφοβικό με τρεις καναπέδες και κάποιες καρέκλες. Είμαστε είκοσι γυναίκες. Πολλές μικρές σε ηλικία αλλά και τρεις μεγαλύτερες, 40-50 ετών. Όλες με τα κεφάλια χαμηλωμένα, έχουν κολλήσει το βλέμμα τους στην οθόνη του κινητού τους.
Κάποιες χαζεύουν τη Μενεγάκη που παίζει στην μικρή τηλεόραση του δωματίου, με μια κοιλιά φουσκωμένη και ένα χαμόγελο ευτυχίας. Προσπαθώ να διακρίνω τις κοιλιές τους. Να δω τι περιμένουν όλες αυτές οι γυναίκες γύρω μου. Ό,τι κι εγώ; Μετά από λίγο αρχίζει να σπάει ο πάγος. Μιλούν μεταξύ τους σε πηγαδάκια: «Έχω δυο παιδιά και δεν μπορώ να κρατήσω και τρίτο», «εγώ χώρισα και δεν υπάρχει περίπτωση επανασύνδεσης, οπότε…», «laser για κονδυλώματα ήρθα να κάνω»… Δεν θέλω να τις ακούω, γιατί μου θυμίζουν τον λόγο που βρίσκομαι εδώ μέσα, ενώ εγώ θέλω να τον ξεχάσω. Μετά από μια ώρα οι περισσότερες έχουν γίνει φίλες. Εγώ δεν έχω ανοίξει το στόμα μου ούτε για να συστηθώ. Δεν θέλω πολλά-πολλά.
Aισθάνομαι άβολα, νομίζω πως επειδή με είδαν, αν με συναντήσουν ακόμη και τυχαία, θα μάθουν και οι υπόλοιποι. Μια δεύτερη νοσοκόμα αρχίζει πάλι να φωνάζει ονόματα. Αυτή τη φορά μπαίνουμε μια -μια. Όποια ακούει το όνομά της σηκώνεται και ακολουθεί τη νοσοκόμα. Οι υπόλοιπες παρακολουθούμε πότε θα βγει. Είναι καλά; Είναι δυστυχισμένη; Υπήρξαν επιπλοκές; Πού θα την πάνε μετά την επέμβαση; Ακούω το όνομά μου και η νοσοκόμα με οδηγεί σε μια υποφωτισμένη αίθουσα.
“Γεια είμαι η Δέσποινα της απαντώ αποκρύπτοντας το πραγματικό μου όνομα”
«Παρακαλώ, γδυθείτε και ξαπλώστε» μου λέει ψυχρά ένα γιατρός. Κοκκινίζω… Μου κάνει υπέρηχο και καρδιογράφημα. Τα διπλανά κρεβάτια είναι γεμάτα με γυναίκες που υπομένουν την ίδια διαδικασία. Ένα παραβάν μάς χωρίζει, αλλά η πόρτα του δωματίου είναι ορθάνοιχτη. Όποιος περνάει απ’ έξω, γιατρός, νοσηλευτής ή άσχετος μας βλέπει ημίγυμνες, ξαπλωμένες σε κάτι άσπρα σεντόνια και καλωδιωμένες. «Εντάξει, φορέστε παρακαλώ αυτή τη ρόμπα και πηγαίνετε όλο ευθεία στη δεύτερη αίθουσα δεξιά». Κυκλοφορώ με την άσπρη ρόμπα και με ξενοδοχειακές παντόφλες στο διάδρομο του υπογείου. Φορεία μπαίνουν, φορεία βγαίνουν. Οι περισσότερες γυναίκες κοιμούνται.
Επιτέλους, βλέπω το γιατρό μου. Κυριολεκτικά πιάνομαι από πάνω του. Ξαπλώνω σε ένα κρεβάτι, σε ένα δωμάτιο που χωρίζεται στη μέση με τζαμαρία και είναι όλο από πλακάκι. Μου θύμισε δωμάτιο θρίλερ. Ολόασπρα πλακάκια και τρεις άνθρωποι με μάσκες που περιμένουν πότε θα με πιάσει η νάρκωση. Ανοίγω τα μάτια μου, βλέπω λίγο θολά. Εστιάζω… Είναι ο γιατρός μου. «Είσαι εντάξει;» μου λέει. «Ε, για να σε ακούω εντάξει θα είμαι» σκέφτομαι. Δεν είμαι πια στο κρεβάτι αλλά πάνω σε ένα φορείο. Το νιώθω να κουνιέται. «Νυστάζω» του λέω και ξανακλείνω τα μάτια μου. Ξυπνάω σε μια άλλη αίθουσα.
Έχει τέσσερα κρεβάτια στη σειρά. Εγώ είμαι στο τρίτο. Βλέπω πεντακάθαρα τη διπλανή μου, όπως με βλέπει και αυτή. «Γεια, είμαι η Νάντια» μου λέει. Διστάζω… «Γεια, Δέσποινα» της λέω αποκρύπτοντας το πραγματικό μου όνομα. Φοράω ακόμη την άσπρη ρόμπα. Τα ρούχα μου είναι ακουμπισμένα ανάμεσα σε γάζες, σερβιέτες και μπουκαλάκια με νερό στο κομοδίνο που βρίσκεται δίπλα μου. Δεν ξέρω ποιος τα έβαλε εκεί. «Έκτρωση;» ρωτάει η καστανή κοπέλα αριστερά μου τη διπλανή της. «Όχι, κονδυλώματα. Με κόλλησε ο ηλίθιος που τα είχα. Φαντάσου ότι ήταν και ο πρώτος μου»… «Εσύ;» της απαντάει. «Έκτρωση. Δεν πρόσεχε καθόλου. Και του το είχα πει» λέει η καστανή. Μια νοσοκόμα μπαίνει στο δωμάτιο. Μου δίνει ένα πακέτο χοντρές σερβιέτες. «Δεν είναι τίποτα» μου λέει, «απλώς θα είναι σαν να είσαι αδιάθετη για δέκα μέρες». Φεύγει. Μετά βίας μπορώ να καταπιώ. Τώρα όλες ξέρουν, γιατί βρίσκομαι εδώ…
«Η πρώτη σου είναι;» με ρωτάει η καστανή. «Ναι» της λέω. «Μην ανησυχείς. Όλα θα είναι εντάξει. Εγώ έχω κάνει τρεις». Τρεις; Τι είναι και έχει κάνει τρεις; Πώς το λέει έτσι; Θεέ μου, δεν αντέχω. Θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί… «Την πρώτη φορά έκλαιγα μια εβδομάδα. Δεν μπορούσα να συνέλθω. Τη δεύτερη ήταν πιο εύκολο. Ήξερα τη διαδικασία… Μου είπε όμως ο γιατρός ότι, αν συνεχίσω έτσι , στο τέλος δεν θα μπορώ να κάνω παιδιά» μου λέει και βάζει το σουτιέν της. «Τουλάχιστον δεν γίνεται να κρατήσει το πρήξιμο στο στήθος;» συμπληρώνει και γελάει. «Γιατί τόσες εκτρώσεις» την ρωτάω, «δεν λαμβάνετε μέτρα αντισύλληψης;». Με κοιτάζει, λες και της έχω πει κάτι που δεν στέκει. «Εσύ γιατί;» μου λέει, «δεν προσέχατε;». Όχι, δεν προσέχαμε… Άμα προσέχαμε, όπως έπρεπε, δεν θα ήμουν εδώ. «Του φίλου μου δεν του αρέσει να χρησιμοποιεί προφυλακτικό. Εγώ αντισυλληπτικά δεν παίρνω, γιατί θα γίνουν οι ορμόνες μου μπάχαλο και σίγουρα θα παχύνω. Πήρα για ένα εξάμηνο ,αλλά μετά τα έκοψα» συνεχίζει. Θέλω να φύγω. Ντύνομαι, αρπάζω την τσάντα μου και σηκώνομαι. Ζαλίζομαι…
Έρχεται ο γιατρός μου. «Κάτσε να κοιμηθείς λίγο, αν θέλεις» μου λέει και μου δίνει ένα χαρτί – συνταγή για χάπια. «Θα πάρεις αυτά για μια εβδομάδα και σε δεκαπέντε ημέρες θα έρθεις να σε δω». Παίρνω την τσάντα μου και φεύγω. Πλησιάζω στην έξοδο και βλέπω τον φίλο μου. «Τι κάνεις εδώ;» τον ρωτάω. «Τι θες να κάνω; Γιατί δεν πιάνει το κινητό σου και με έχει φάει η αγωνία. Πώς είσαι; Όλα εντάξει;» αποκρίνεται. «Ναι. Όλα εντάξει. Πάμε;» του λέω. «Τι να πάμε; Τρελή είσαι που θες να οδηγήσεις κιόλας; Θα πάμε με το δικό μου και θα έρθουμε αύριο να πάρεις το δικό σου» . Θέλω να πάρω το αυτοκίνητό μου και να εξαφανιστώ από το χώρο του μαιευτηρίου. «Όχι, θα οδηγήσω. Ακολουθησέ με» ψιθυρίζω και βάζω μπροστά. Τα αντισυλληπτικά είναι το επόμενο πράγμα που θα αγοράσω».
Γεωργία Ευσταθίου ZOUGLA.GR
Μια σκέψη στο “Άμβλωση: Συγκλονιστική μαρτυρία”